άθλιβος

άθλιβος
-η, -ο (AM ἄθλιβος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δεν έχει υποστεί ταλαιπωρίες, που δεν έχει δοκιμάσει στενοχώριες
αρχ.
αυτός που δεν πιέστηκε, άθλιπτος, άστιφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + θλίβω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άθλιβος — η, ο αστενοχώρητος: Τη ζωή του την είχε περάσει άθλιβος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄθλιβον — ἄθλιβος masc/fem acc sg ἄθλιβος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθλιπτος — ο (Α ἄθλιπτος, ον) και άθλιφτος [θλίβω] ο άθλιβος …   Dictionary of Greek

  • αθλιψία — ἀθλιψία, η (Α) [ἄθλιβος] έλλειψη θλίψης …   Dictionary of Greek

  • άθλιφτος — η, ο βλ. άθλιβος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”